κλαγγόφωνος

κλαγγόφωνος
κλαγγόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει οξεία και διαπεραστική φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαγγή + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος, οξύ-φωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”